- πυρρούλας
- ο, ΝΑ, και πύρρουλας Νζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με την ιδιόμορφη υποκορ. κατάλ. -ούλας, που προήλθε πιθ. από τη γνωστή κατάλ. -ίλος, η οποία απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. ὀρχ-ίλος, τροχ-ίλος), με την επίδραση μιας δωρ. κατάλ. -ύλος, που προφέρθηκε -ουλος (πρβλ. σποργ-ίλος: σπέργ-ουλος)].
Dictionary of Greek. 2013.